- ινδαλμός
- ἰνδαλμός, ὁ (Α) [ινδάλλομαι]1. το ίνδαλμα2. στον πληθ. Ἰνδαλμοίτίτλος ποιήματος τού Φλιασίου Τίμωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰνδαλμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοῖς — ἰνδαλμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοῖσι — ἰνδαλμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοί — ἰνδαλμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμούς — ἰνδαλμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμόν — ἰνδαλμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)